- ἀθαρώδης
- ἀθαρώδηςlikemasc/fem acc pl (attic epic doric)ἀθαρώδηςlikemasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)ἀθαρώδηςlikemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀθαρώδεις — ἀθαρώδης like masc/fem acc pl ἀθαρώδης like masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθάρη — ἀθάρη, η και ἀθήρη, η (Α) χοντροαλεσμένο σιτάρι και ο πηχτός ζωμός που παρασκευάζεται από αυτό, πιθ. το νεοελλ. χόντρος ή μπληγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνειο αιγυπτιακό. ΠΑΡ. ἀθαρώδης, ἀθήρωμα] … Dictionary of Greek